- τσιμπλιάζω
- τσίμπλιασα, τσιμπλιασμένος, αμτβ., έχω τσίμπλες, κάνω τσίμπλες στα μάτια μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμπλιάζω — τσιμπλιάζω, τσίμπλιασα, τσιμπλιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσιμπλιάζω — Ν έχω ή κάνω τσίμπλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλή, θηλ. τού σιφλός «αυτός που δεν βλέπει καλά»] … Dictionary of Greek
τσίμπλα — και τζίμπλα, η, Ν 1. η λήμη τών ματιών 2. η καύτρα λυχναριού 3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού 4. θηλ. τού τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή… … Dictionary of Greek
τσίμπλιασμα — το, Ν [τσιμπλιάζω] η έκκριση λήμης, σχηματισμός τσίμπλας … Dictionary of Greek